υποστατικός

υποστατικός
-ή, -ό
1. (ιατρ.), αυτός που έχει σχέση με την υπόσταση, που παράγεται με υπόσταση: Υποστατικό φαινόμενο.
2. το ουδ. ως ουσ., υποστατικό (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑποστατικός — able masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποστατικός — ή, ό / ὑποστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑφίστημι] νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόσταση, που οφείλεται στην κάθοδο τού αίματος, υπό την επίδραση τής βαρύτητας, στα χαμηλότερα σημεία τού σώματος, με τη μορφή παθητικής υπεραιμίας… …   Dictionary of Greek

  • ὑποστατικά — ὑποστατικός able neut nom/voc/acc pl ὑποστατικά̱ , ὑποστατικός able fem nom/voc/acc dual ὑποστατικά̱ , ὑποστατικός able fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικῶν — ὑποστατικός able fem gen pl ὑποστατικός able masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικόν — ὑποστατικός able masc acc sg ὑποστατικός able neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικαῖς — ὑποστατικός able fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικαί — ὑποστατικός able fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικοῖς — ὑποστατικός able masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικοί — ὑποστατικός able masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικοῦ — ὑποστατικός able masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”